- ἀποστρατεύομαι
- ἀποστρᾰτεύομαι,A to be discharged from military service, App.BC 5.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποστρατεύομαι — αποστρατεύομαι, αποστρατεύτηκα και αποστρατεύθηκα, αποστρατευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποστρατευομένων — ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres part mp fem gen pl ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστρατεύεσθαι — ἀποστρατεύομαι to be discharged from military service pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποστρατεύω — (ΑΜ ἀποστρατεύομαι) παθ. απολύομαι από τις τάξεις του στρατού νεοελλ. 1. (για στρατιωτικούς) απολύω, απομακρύνω κάποιον από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας, σωματικής ανικανότητας κ.λπ. 2. ( ομαι) παύω να εξασκώ το επάγγελμα… … Dictionary of Greek